- ακαρποφόρητος
- -η, -ο [καρποφορώ]1. αυτός που δεν έχει αποδώσει καρπούς ή που δεν μπορεί να καρποφορήσει2. ο ανώφελος, εκείνος που μένει χωρίς αποτέλεσμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαρποφόρητος — η, ο 1. αυτός που δεν καρποφόρησε: Οι αμυγδαλιές φέτος έμειναν ακαρποφόρητες. 2. αυτός που δεν είχε αποτέλεσμα: Οι συμβουλές του υπήρξαν ακαρποφόρητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)